- ριζοδερμίδα
- η, Νβοτ. επιδερμίδα τής ρίζας φυτού, μονόστρωμο, συνήθως, εξωτερικό περίβλημα που δεν είναι αφυμενιωμένο και δεν φέρει στόματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… … Dictionary of Greek